σαγήνε(υ)μα

σαγήνε(υ)μα
το, -ατος
1. παραπλάνηση με ευχάριστα μέσα, γοήτευμα.
2. εξαιρετική ευχαρίστηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαγηνεύομαι — σαγηνεύομαι, σαγηνεύτηκα, σαγηνε(υ)μένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”